- νίτρωση
- ηκατεργασία ουσίας με νίτρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νίτρωση — θεμελιώδης εργασία στην οργανική χημική βιομηχανία, η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας νιτρομάδας ( NOj) σε αντικατάσταση ενός ατόμου οργανικού υδρογόνου. Η δραστικότητα κατά τη ν. ποικίλλει ανάλογα με τη φύση των ενώσεων· μερικές ουσίες, όπως … Dictionary of Greek
εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek
βαμβακοπυρίτιδα — Εκρηκτική ύλη που παράγεται με νίτρωση της κυτταρίνης με θειικό και νιτρικό οξύ. * * * η ονομασία εκρηκτικής ύλης που παράγεται με νίτρωση της κυτταρίνης (νιτροκυτταρίνη) … Dictionary of Greek
νιτρανιλίνη — η χημ. ονομασία τριών αρωματικών οργανικών ενώσεων, παραγώγων τής ανιλίνης, ισομερών μεταξύ τους, που παρασκευάζονται με νίτρωση τής ανιλίνης και χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία χρωστικών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ., πρβλ. αγγλ. nitraniline <… … Dictionary of Greek
νιτρογλυκερίνη — Προϊόν που προέρχεται από τη νίτρωση της γλυκερίνης με ένα μείγμα νιτρικού και θειικού οξέος. Ανάλογα με το είδος της επεξεργασίας, προκύπτουν διάφορες v., μεταξύ των οποίων η ν., που παρασκευάστηκε το 1846 από τον Ιταλό χημικό Ασκάνιο Σομπρέρο.… … Dictionary of Greek
σουλφόνωση — Βασική μέθοδος στη βιομηχανική χημεία (γνωστή και ως σουλφούρωση), η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας σουλφοννκής ομάδας ( SO3H) σε μια οργανική ένωση. Στις κατά κυριολεξία σουλφονώσεις, η σουλφονική ομάδα ενώνεται απευθείας με ένα άτομο… … Dictionary of Greek
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
δινιτροπαραφίνες — Τα παράγωγα των κορεσμένων υδρογονανθράκων, που προκύπτουν με αντικατάσταση δύο υδρογόνων από δύο νιτρικές ομάδες ΝΟ2. Βλ. λ. νίτρωση … Dictionary of Greek
πεντρίτης — Εκρηκτικό χρησιμοποιούμενο σε καψύλλια, εκρηκτικά εμπορεύματα και ως εκρηκτική γόμωση σε νάρκες, βόμβες και βλήματα. Η ταχύτητα της έκρηξής του είναι περίπου 8.400 μ./1’’ και η θερμοκρασία έκρηξης φτάνει τους 4.300°C. Ο π., ο οποίος έχει μορφή… … Dictionary of Greek
πλαστικές ύλες — Οργανικές ενώσεις με υψηλό μοριακό βάρος, αδιάλυτες στο νερό, στερεές στη συνηθισμένη θερμοκρασία, οι οποίες χαρακτηρίζονται ανάλογα με τη δυνατότητα επεξεργασίας τους με την τεχνική των εκμαγείων και της συμπίεσης. Οι πλαστικές ύλες μπορούν να… … Dictionary of Greek